-
1 линия
η γραμμ/ήавтоматическая маш. - αυτόματη -атмосферная (тепл.) ατμοσφαιρική -базисная мат. - βάσηςбесконечная мат. - άπειρη -- внутренней связи (тлф.) το κύκλωμα της εσωτερικής επικοινωνίαςвходная вчт. - εισαγωγής- движения (частиц электрона и т.п.) - κίνησηςдиаметральная - дока мор. διαμήκης - της δεξαμενήςизмерительная (элн.) - μέτρησηςискусственная эл. - τεχνητή -килевая мор. - της τρόπιδαςконтактная эл. - επαφήςконтрольная (геод.) - ελέγχουмеридианная ο μεσημβρινός, μεσημβρινή -несимметричная свз. - ασύμμετρη -- погружения предельная мор. - φόρτωσης, μέγιστηпунктирная - διακεκομμένη -, εστιγμένη -- ισχύος- σύνδεσηςтеоретическая - мор. θεωρητική -упругая - (сопр.) ελαστική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > линия
-
2 связь
1. (общение, возможность сообщения) η επικοινωνίαмногоканальная - μέσω πολλών διαύλων, φερέσυχνος -светосигнальная - μέσω φωτεινών σημάτων/φωτεινής σηματοδότησης2. (взаимные отношения между кем-, чем-л.) η σχέσ/η, ο δεσμόςэкономические - и οικονομικές - εις 3 (в соединениях атомах молекулах) ο δεσμός4. (в цепях, между элементами и т.п.) (элн.) о σύνδεσμος, το ενισχυτικόжёсткая - (элн.) η στερεά σύζευξηтрансформаторная - (элн.) η σύζευξη του μετασχηματιστή5. (элемент конструкции) η δοκός 6. грам. η σύνδεση 7. (лог.) η σύνδεση, причинная - αιτιοκρατική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > связь
-
3 связь
связь ж 1) (телеграфная и т. л.) η επικοινωνία; η συγκοινωνία (сообщение)· телефонная \связь η. τηλεφωνική επικοινωνία 2) (отношения) о δεσμός, η σχέση; культурные \связьи οι πνευματικές σχέσεις ◇ в \связьй с... σχετικά με...· με την ευκαιρία... (по случаю)* * *см. связать 1)1) (телеграфная и т. п.) η επικοινωνία; η συγκοινωνία ( сообщение)телефо́нная связь — η τηλεφωνική επικοινωνία
2) ( отношения) ο δεσμός, η σχέσηкульту́рные связи — οι πνευματικές σχέσεις
••в связи́ с... — σχετικά με…; με την ευκαιρία... ( по случаю)
-
4 междугородный
междугородн||ыйприл ὑπεραστικός:\междугородныйая телефонная связь ἡ ὑπεραστική τηλεφωνική ἐπικοινωνία. -
5 рвать
рвать 1рву, рвёшь, παρλθ. χρ. рвал-ла, рвалоρ.δ.μ.1. τραβώ δυνατά, απότομα•не рви из рук μη τραβάς από τα χέρια.
|| βγάζω, παρασύρω• αποσπώ•буря с корнем рвёт деревья η θύελλα ξεριζώνει τα δέντρα•
рвать гвозди βγάζω τα καρφιά.
|| κόβω• μαζεύω•рвать цветы κόβω λουλούδια•
рвать ветки κόβω κλαδιά.
2. (ξε)σχιζω, κάνω κομμάτια•рвать письмо ξεσχίζω το γράμμα•
собаки его -ли τα σκυλιά τον ξέσχιζαν.
3. μτφ. διακόπτω•рвать отношения κόβω σχέσεις.
4. ανατινάζω• σπάζω•здесь в прошлом году -ли камни εδώ πέρυσι έσπαζαν πέτρες με φουρνέλα.
5. πονώ, μου πονά δυνατά, με σφάζει(οπόνος).6. (απλ.) βλ. рвануть (4 σημ.).εκφρ.рвать горло ή глотку – (απλ.) ξελαρυγγίζομαι (φωνάζοντας, τραγουδώντας κ.τ.τ.)• рвать зубы βγάζω τα δόντια (τραβώντας)•рвать и метать – είμαι φουρκισμένος, εξαγριωμένος, εξοργιμένος.1. με τραβά απότομα.2. ξεσχίζομαι, γίνομαι κομμάτια.3. κόβομαι•телефонная линия ежедневно -лась η τηλεφωνική γραμμή κάθε μέρα κόβονταν.
4. μτφ. διακόπτομαι•отношения -лись οι σχέσεις διακόπτονταν.
5. σκάζω•рядом -лись снаряды δίπλα έσκαζαν οβίδες.
6. επιζητώ να ορμήσω, να ριχτώπροσπαθώ πολύ, κόβομαι•рвать в бой θέλω πολύνα ριχτώ στη μάχη•
ребёнок -лся к матери το παιδάκι κόβονταν για να πάει στη μάνα.
|| μτφ. τείνω, έχω τάση για κάτι.рвать 2рвёт, παρλθ. χρ. рвало ρ.σ.(απρόσ.) κάνω εμετό, (εξ)εμώ. -
6 связь
-и, προθτ. о связи, в связиκ. в связи θ.1. σύνδεση• δεσμός• σχέση•связь науки и производства σύνδεση επιστήμης και παραγωγής•
торговые связи εμπορικές σχέσεις•
хозяйственная связь районов οικονομική σύνδεση των περιοχών•
αλληλοσύνδεση•установить связь между явлениями καθορίζω την αλληλοσύνδεση μεταξύ των φαινομένων•
причинная связь η αιτιότητα ή αιτιώδης σχέση•
взаимная связь αμοιβαία σύνδεση ή αλληλοσύνδεση•
логическая связь λογική σχέση.
|| αλληλουχία, συνοχή, ειρμός•его слова не имеют никакой -и τα λόγια του είναι τελείως ασυνάρτητα.
2. σύνδεσμος ενότητας, σχέση αμοιβαία• γνωριμία•нравственная связь ηθικός δεσμός•
она с ним в -и αυτή μ αυτόν έχουν σχέσεις (τα χουν φτιασμένα)•
поддерживать связь с кем-л. διατηρώ (έχω) σχέσεις (δεσμό) με κάποιον•
прервать все -и κόβω κάθε σχέση (δεσμό)•
дружеская связь φιλικός δεσμός•
пустить в ход свои -и βάζω μπρος (χρησιμοποιώ) τις γνωριμίες (για επίτευξη του σκοπού).
3. επικοινωνία•телефонная связь τηλεφωνική επικοινωνία•
средства -и τα μέσα επικοινωνίας-связь с народом σύνδεση με το λαό•
связь с городом επικοινωνία με την πόλη.
4. ένωση, κόλλημα•связь камней и кирпича с помощью глины σύνδεσητων πετρών με τα τούβλα με λάσπη.
5. τμήμαοικοδομής, παράρτημα σπιτιού.εκφρ.в связьй с... – σε σχέση, σχετικά, ανάλογα• ένεκα,λόγω•в -й – με την ευκαιρία.